φόμπ

φόμπ
το άκλ. ком. фоб

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φόμπ" в других словарях:

  • φομπ — το, Ν άκλ. (νομ.) όρος τού ιδιωτικού ναυτικού δικαίου που δηλώνει ότι όλα τα έξοδα μεταφοράς και φόρτωσης τών εμπορευμάτων μέχρι το πλοίο βαρύνουν τον πωλητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fob, αρκτικόλεξο από τις λ. free on board «ελεύθερο επί τού… …   Dictionary of Greek

  • φομπ — το άκλ. (λ. αγγλ.), διεθνής εμπορικός όρος που δηλώνει ότι όλα τα έξοδα εμπορεύματος ως τη φόρτωσή του σε πλοίο, σιδηρόδρομο, αεροπλάνο ή άλλο μεταφορικό μέσο βαρύνουν τον πωλητή του εμπορεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»